μπιρμπιλώνω

μπιρμπιλώνω
και μπιμπιλώνω [μπιρμπίλα]
1. στολίζω εσώρουχο, μαντίλι, κέντημα με μπιρμπίλα, διακοσμώ με μπιρμπίλες
2. ρελιάζω, στριφώνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μπιμπιλώνω — βλ. μπιρμπιλώνω …   Dictionary of Greek

  • μπιρμπιλωτός — και μπιμπιλωτός, ή, ό [μπιρμπιλώνω] 1. στολισμένος με μπιρμπίλες 2. στριφωμένος, ρελιασμένος …   Dictionary of Greek

  • πιρμπίλωμα — και μπιμπίλωμα, το [μπιρμπιλώνω] 1. η διακόσμηση εσωρούχων, μαντιλιών ή κεντημάτων με μπιρμπίλα 2. στρίφωμα, ρέλιασμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”